Sohn
Γερμανικά (de) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Sohn | die | Söhne |
γενική | des | Sohnes Sohns |
der | Söhne |
δοτική | dem | Sohn Sohne |
den | Söhnen |
αιτιατική | den | Sohn | die | Söhne |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Sohn < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική sun / son < παλαιά άνω γερμανική sun [1] < πρωτογερμανική *sunu- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *suHnús [2]
Προφορά Επεξεργασία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
Sohn (de) αρσενικό
- (οικογένεια) ο γιος
Σύνθετα Επεξεργασία
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- Sohn στη γερμανική Βικιπαίδεια
Επεξεργασία
Κύριο όνομα Επεξεργασία
Sohn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές Επεξεργασία
Ιταλικά (it) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Sohn < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα Επεξεργασία
Sohn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές Επεξεργασία
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]
Σουηδικά (sv) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Sohn < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα Επεξεργασία
Sohn αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές Επεξεργασία
- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [4]