Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προαστιακός η προαστιακή το προαστιακό
      γενική του προαστιακού της προαστιακής του προαστιακού
    αιτιατική τον προαστιακό την προαστιακή το προαστιακό
     κλητική προαστιακέ προαστιακή προαστιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προαστιακοί οι προαστιακές τα προαστιακά
      γενική των προαστιακών των προαστιακών των προαστιακών
    αιτιατική τους προαστιακούς τις προαστιακές τα προαστιακά
     κλητική προαστιακοί προαστιακές προαστιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
σταθμός του προαστιακού σιδηροδρόμου της Αθήνας

  Ετυμολογία επεξεργασία

προαστιακός < προάστιο

  Επίθετο επεξεργασία

προαστιακός, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία