πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα περίχωρα
      γενική των περιχώρων
    αιτιατική τα περίχωρα
     κλητική περίχωρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περίχωρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • οι περιοχές που περιβάλλουν ένα οικιστικό σύνολο
      μένει στα περίχωρα του Λονδίνου, σε μια απόσταση από το κέντρο μιας ώρας περίπου με το τρένο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία