ψυχώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ψυχώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ψυχώνω
- θα ψυχώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ψυχώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ψυχώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψύχωση