psikozo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikozo | psikozoj |
αιτιατική | psikozon | psikozojn |
psikozo (eo)
- η ψύχωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikozo | psikozoj |
αιτιατική | psikozon | psikozojn |
psikozo (eo)