ψυχωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψυχώνω
Μετοχή
επεξεργασίαψυχωμένος
- ο αντρειωμένος, αυτός που παλεύει για το δίκιο του ή και των άλλων, ο γενναίος, που έχει κουράγιο και ψυχικές αντιστάσεις, ο αγωνιστής
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψυχωμένος
|