• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αντρειωμένος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αντρειεμένος

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Μετοχή
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική αντρειωμένος αντρειωμένη αντρειωμένο
γενική αντρειωμένου αντρειωμένης αντρειωμένου
αιτιατική αντρειωμένο αντρειωμένη αντρειωμένο
κλητική αντρειωμένε αντρειωμένη αντρειωμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αντρειωμένοι αντρειωμένες αντρειωμένα
γενική αντρειωμένων αντρειωμένων αντρειωμένων
αιτιατική αντρειωμένους αντρειωμένες αντρειωμένα
κλητική αντρειωμένοι αντρειωμένες αντρειωμένα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αντρειωμένος < μεσαιωνική ελληνική αντρειωμένος

  ΜετοχήΕπεξεργασία

αντρειωμένος

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ανδρειωμένος




  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αντρειωμένος
  • → δείτε τη λέξη ανδρειωμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αντρειωμένος&oldid=4281549"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Δεκεμβρίου 2019, στις 18:16

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Δεκεμβρίου 2019, στις 18:16.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie