• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

αντρειεμένος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αντρειωμένος

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική αντρειεμένος αντρειεμένη αντρειεμένο
γενική αντρειεμένου αντρειεμένης αντρειεμένου
αιτιατική αντρειεμένο αντρειεμένη αντρειεμένο
κλητική αντρειεμένε αντρειεμένη αντρειεμένο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αντρειεμένοι αντρειεμένες αντρειεμένα
γενική αντρειεμένων αντρειεμένων αντρειεμένων
αιτιατική αντρειεμένους αντρειεμένες αντρειεμένα
κλητική αντρειεμένοι αντρειεμένες αντρειεμένα

  ΜετοχήΕπεξεργασία

αντρειεμένος, -η, -ο

  • μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αντρειεύω





  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αντρειεμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αντρειεμένος&oldid=3556728"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Νοεμβρίου 2015, στις 07:10

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Νοεμβρίου 2015, στις 07:10.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie