Δείτε επίσης: ἀντρειεύω

Ετυμολογία

επεξεργασία

αντρειεύω, αόρ.: αντρείεψα, παθ.φωνή: αντρειεύομαι, π.αόρ.: αντρειεύτηκα, μτχ.π.π.: αντρειεμένος

  1. (λαϊκότροπο) γίνομαι ανδρείος, δυναμώνω
      Νά τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
    και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.
    Γιάννης Ρίτσος, «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις», στίχοι 3-4, ποιητική συλλογή Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας (1968-1970)
  2. (παρωχημένο) ανδρώνομαι, μεγαλώνω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία