ανδρειώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανδρειώνω < μεσαιωνική ελληνική ανδρειώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀνδρειόω / ἀνδρειῶ
Ρήμα
επεξεργασίαανδρειώνω (παθητική φωνή: ανδρειώνομαι)
- άλλη μορφή του ανδρειεύω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανδρειώνω | ανδρείωνα | θα ανδρειώνω | να ανδρειώνω | ανδρειώνοντας | |
β' ενικ. | ανδρειώνεις | ανδρείωνες | θα ανδρειώνεις | να ανδρειώνεις | ανδρείωνε | |
γ' ενικ. | ανδρειώνει | ανδρείωνε | θα ανδρειώνει | να ανδρειώνει | ||
α' πληθ. | ανδρειώνουμε | ανδρειώναμε | θα ανδρειώνουμε | να ανδρειώνουμε | ||
β' πληθ. | ανδρειώνετε | ανδρειώνατε | θα ανδρειώνετε | να ανδρειώνετε | ανδρειώνετε | |
γ' πληθ. | ανδρειώνουν(ε) | ανδρείωναν ανδρειώναν(ε) |
θα ανδρειώνουν(ε) | να ανδρειώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανδρείωσα | θα ανδρειώσω | να ανδρειώσω | ανδρειώσει | ||
β' ενικ. | ανδρείωσες | θα ανδρειώσεις | να ανδρειώσεις | ανδρείωσε | ||
γ' ενικ. | ανδρείωσε | θα ανδρειώσει | να ανδρειώσει | |||
α' πληθ. | ανδρειώσαμε | θα ανδρειώσουμε | να ανδρειώσουμε | |||
β' πληθ. | ανδρειώσατε | θα ανδρειώσετε | να ανδρειώσετε | ανδρειώστε | ||
γ' πληθ. | ανδρείωσαν ανδρειώσαν(ε) |
θα ανδρειώσουν(ε) | να ανδρειώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανδρειώσει | είχα ανδρειώσει | θα έχω ανδρειώσει | να έχω ανδρειώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανδρειώσει | είχες ανδρειώσει | θα έχεις ανδρειώσει | να έχεις ανδρειώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανδρειώσει | είχε ανδρειώσει | θα έχει ανδρειώσει | να έχει ανδρειώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανδρειώσει | είχαμε ανδρειώσει | θα έχουμε ανδρειώσει | να έχουμε ανδρειώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανδρειώσει | είχατε ανδρειώσει | θα έχετε ανδρειώσει | να έχετε ανδρειώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανδρειώσει | είχαν ανδρειώσει | θα έχουν ανδρειώσει | να έχουν ανδρειώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανδρειώνω
|