αντρειεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααντρειεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αντρειεύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντρειεύομαι | αντρειευόμουν(α) | θα αντρειεύομαι | να αντρειεύομαι | ||
β' ενικ. | αντρειεύεσαι | αντρειευόσουν(α) | θα αντρειεύεσαι | να αντρειεύεσαι | (αντρειεύου) | |
γ' ενικ. | αντρειεύεται | αντρειευόταν(ε) | θα αντρειεύεται | να αντρειεύεται | ||
α' πληθ. | αντρειευόμαστε | αντρειευόμαστε αντρειευόμασταν |
θα αντρειευόμαστε | να αντρειευόμαστε | ||
β' πληθ. | αντρειεύεστε | αντρειευόσαστε αντρειευόσασταν |
θα αντρειεύεστε | να αντρειεύεστε | (αντρειεύεστε) | |
γ' πληθ. | αντρειεύονται | αντρειεύονταν αντρειευόντουσαν |
θα αντρειεύονται | να αντρειεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντρειεύτηκα | θα αντρειευτώ | να αντρειευτώ | αντρειευτεί | ||
β' ενικ. | αντρειεύτηκες | θα αντρειευτείς | να αντρειευτείς | αντρειέψου | ||
γ' ενικ. | αντρειεύτηκε | θα αντρειευτεί | να αντρειευτεί | |||
α' πληθ. | αντρειευτήκαμε | θα αντρειευτούμε | να αντρειευτούμε | |||
β' πληθ. | αντρειευτήκατε | θα αντρειευτείτε | να αντρειευτείτε | αντρειευτείτε | ||
γ' πληθ. | αντρειεύτηκαν αντρειευτήκαν(ε) |
θα αντρειευτούν(ε) | να αντρειευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αντρειευτεί | είχα αντρειευτεί | θα έχω αντρειευτεί | να έχω αντρειευτεί | αντρειεμένος | |
β' ενικ. | έχεις αντρειευτεί | είχες αντρειευτεί | θα έχεις αντρειευτεί | να έχεις αντρειευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αντρειευτεί | είχε αντρειευτεί | θα έχει αντρειευτεί | να έχει αντρειευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αντρειευτεί | είχαμε αντρειευτεί | θα έχουμε αντρειευτεί | να έχουμε αντρειευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αντρειευτεί | είχατε αντρειευτεί | θα έχετε αντρειευτεί | να έχετε αντρειευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αντρειευτεί | είχαν αντρειευτεί | θα έχουν αντρειευτεί | να έχουν αντρειευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντρειεύομαι
|