αψύχωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αψύχωτος | η | αψύχωτη | το | αψύχωτο |
γενική | του | αψύχωτου | της | αψύχωτης | του | αψύχωτου |
αιτιατική | τον | αψύχωτο | την | αψύχωτη | το | αψύχωτο |
κλητική | αψύχωτε | αψύχωτη | αψύχωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αψύχωτοι | οι | αψύχωτες | τα | αψύχωτα |
γενική | των | αψύχωτων | των | αψύχωτων | των | αψύχωτων |
αιτιατική | τους | αψύχωτους | τις | αψύχωτες | τα | αψύχωτα |
κλητική | αψύχωτοι | αψύχωτες | αψύχωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααψύχωτος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ψυχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία αψύχωτος
|