Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχοσωματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψυχοσωματικ
ός
η
ψυχοσωματικ
ή
το
ψυχοσωματικ
ό
γενική
του
ψυχοσωματικ
ού
της
ψυχοσωματικ
ής
του
ψυχοσωματικ
ού
αιτιατική
τον
ψυχοσωματικ
ό
την
ψυχοσωματικ
ή
το
ψυχοσωματικ
ό
κλητική
ψυχοσωματικ
έ
ψυχοσωματικ
ή
ψυχοσωματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψυχοσωματικ
οί
οι
ψυχοσωματικ
ές
τα
ψυχοσωματικ
ά
γενική
των
ψυχοσωματικ
ών
των
ψυχοσωματικ
ών
των
ψυχοσωματικ
ών
αιτιατική
τους
ψυχοσωματικ
ούς
τις
ψυχοσωματικ
ές
τα
ψυχοσωματικ
ά
κλητική
ψυχοσωματικ
οί
ψυχοσωματικ
ές
ψυχοσωματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψυχοσωματικός
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
psychosomatique
Επίθετο
επεξεργασία
ψυχοσωματικός, -ή, -ό
σχετικός με
παθήσεις
που προκαλούνται ή επιδεινώνονται από
ψυχικούς
παράγοντες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχοσωματικός
αγγλικά
:
psychosomatic
(en)
γαλλικά
:
psychosomatique
(fr)
τουρκικά
:
psikosomatik
(tr)