psychosomatique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.kɔ.sɔ.ma.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
psychosomatique | psychosomatiques |
psychosomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychosomatique | psychosomatiques |
psychosomatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό