στοχαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στοχαστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στοχαστής (που στοχεύει, που προσπαθεί να μαντέψει) < στοχάζομαι < στόχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοχαστής αρσενικό
- αυτός που στοχάζεται, που σκέφτεται θεωρητικά ζητήματα ή ασχολείται με θέματα υψηλού προβληματισμού (για τον άνθρωπο, την κοινωνία, τις αξίες, τη ζωή κ.λπ.)
- ⮡ ο Καζαντζάκης υπήρξε ένας από του σπουδαιότερους Έλληνες στοχαστές του αιώνα
- ο συνειδητά σκεπτόμενος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στοχαστής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | στοχαστής | οἱ | στοχασταί |
γενική | τοῦ | στοχαστοῦ | τῶν | στοχαστῶν |
δοτική | τῷ | στοχαστῇ | τοῖς | στοχασταῖς |
αιτιατική | τὸν | στοχαστήν | τοὺς | στοχαστᾱ́ς |
κλητική ὦ! | στοχαστᾰ́ | στοχασταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στοχαστᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στοχασταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στοχαστής < αρχαία ελληνική στοχάζομαι, στοχασ- + -τής < στόχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστοχαστής, -οῦ αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στοχάζομαι και στόχος
Πηγές
επεξεργασία- στοχαστής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στοχαστής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.