στοχασμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- στοχασμός < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
στοχασμός αρσενικό
- βαθιά σκέψη
- Ο Φραγκίσκος, βυθισμένος στους στοχασμούς του, δε μιλούσε• κοίταζε τα χέρια του, τα πόδια του, αναστέναζε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
στοχασμός