στόχασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στόχασμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική στόχασμα (βλήμα, ακόντιο) < στοχάζομαι + -μα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsto.xa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στό‐χα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στόχασμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του στοχασμός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις στοχάζομαι και στόχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στόχασμα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στόχασμᾰ | τὰ | στοχάσμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | στοχάσμᾰτος | τῶν | στοχασμᾰ́των |
δοτική | τῷ | στοχάσμᾰτῐ | τοῖς | στοχάσμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | στόχασμᾰ | τὰ | στοχάσμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | στόχασμᾰ | στοχάσμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στοχάσμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στοχασμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στόχασμα < στοχάζομαι + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- στόχασμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στόχασμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.