πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ στόχασμᾰ τὰ στοχάσμᾰτ
      γενική τοῦ στοχάσμᾰτος τῶν στοχασμᾰ́των
      δοτική τῷ στοχάσμᾰτ τοῖς στοχάσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ στόχασμᾰ τὰ στοχάσμᾰτ
     κλητική ! στόχασμᾰ στοχάσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στοχάσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  στοχασμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
στόχασμα < στοχάζομαι + -μα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόχασμα ουδέτερο