υπερβατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερβατικός < υπέρβαση + -τικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transcendant[1])
Επίθετο
επεξεργασίαυπερβατικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον υπεραισθητό ή μεταφυσικό κόσμο, με τον κόσμο που δεν γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερβατικός
- ↑ υπερβατικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας