υπερβατός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερβατός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερβατός
- για το ουσιαστικοποιημένο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑπερβατόν < αρχαία ελληνική ὑπερβατός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.vaˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐βα‐τός
Επίθετο
επεξεργασίαυπερβατός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να τον υπερβούν
- (ουσιαστικοποιημένο) υπερβατό: (γραμματική) το υπερβατό σχήμα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις υπερβαίνω, υπέρ και βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερβατό σχήμα
|