υπερβατισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υπερβατισμός | οι | υπερβατισμοί |
γενική | του | υπερβατισμού | των | υπερβατισμών |
αιτιατική | τον | υπερβατισμό | τους | υπερβατισμούς |
κλητική | υπερβατισμέ | υπερβατισμοί | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπερβατισμός < (απόδοση) αγγλική transcendentalism. Αναλύεται σε υπερβατι(κός) + -ισμός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.peɾ.va.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐περ‐βα‐τι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερβατισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) η υπέρβαση του εμπειρισμού και των μαθηματικών αποδείξεων, η θεώρηση ότι η τα όρια της ανθρώπινης γνώσης είναι γνωστά και μη μεταβλητά
- (ειδικότερα)
- εύρος φιλοσοφικών θέσεων με επίκεντρο είτε τον ορθολογισμό ({{w:Ιμμάνουελ Καντ|Immanuel Kant}}), είτε την διαίσθηση και τον πνευματισμό ({{w:Ραλφ Ουάλντο Έμερσον|Ralph Waldo Emerson}})
- (ΗΠΑ, Νέα Αγγλία, 19ος αιώνας) πίστη στην εγγενή ηθική φύση των ανθρώπων, την υπεροχή της διαίσθησης επί της λογικής
- (μειωτικό) η ασάφεια στην διατύπωση, η χρήση της ασάφειας ως τεκμήριο αλήθειας
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπερβατισμός