• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

υπέρβαση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπέρβαση οι υπερβάσεις
      γενική της υπέρβασης* των υπερβάσεων
    αιτιατική την υπέρβαση τις υπερβάσεις
     κλητική υπέρβαση υπερβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
υπέρβαση < αρχαία ελληνική ὑπέρβασις < ὑπερβαίνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπέρβαση θηλυκό

  1. η διάβαση πάνω από κάτι
  2. το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, παράβαση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    υπέρβαση
  • αγγλικά : exceedance (en), transcendence (en), overage (en), overrun (en), override (en), supererogation (en)
  • γαλλικά : dépassement (fr), excès (fr), abus (fr)
  • ισπανικά : trascendencia (es)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υπέρβαση&oldid=6934741"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Σεπτεμβρίου 2024, στις 08:11

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Σεπτεμβρίου 2024, στις 08:11.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας