Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπέρβαση
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υπέρβασ
η
οι
υπερβάσ
εις
γενική
της
υπέρβασ
ης
&
υπερβάσ
εως
των
υπερβάσ
εων
αιτιατική
την
υπέρβασ
η
τις
υπερβάσ
εις
κλητική
υπέρβασ
η
υπερβάσ
εις
όπως «
δύναμη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
Επεξεργασία
υπέρβαση
<
αρχαία ελληνική
ὑπέρβασις
<
ὑπερβαίνω
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
υπέρβαση
θηλυκό
η διάβαση πάνω από κάτι
το
ξεπέρασμα
των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων,
παράβαση
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
υπέρβαση
αγγλικά
:
exceedance
(en)
,
transcendence
(en)
,
overage
(en)
,
overrun
(en)
,
override
(en)
,
supererogation
(en)
[1]
γαλλικά
:
dépassement
(fr)
,
excès
(fr)
,
abus
(fr)