• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

υπέρβαση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπέρβαση οι υπερβάσεις
      γενική της υπέρβασης
& υπερβάσεως
των υπερβάσεων
    αιτιατική την υπέρβαση τις υπερβάσεις
     κλητική υπέρβαση υπερβάσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

υπέρβαση < αρχαία ελληνική ὑπέρβασις < ὑπερβαίνω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

υπέρβαση θηλυκό

  1. η διάβαση πάνω από κάτι
  2. το ξεπέρασμα των καθορισμένων ή ανεκτών ορίων, παράβαση


  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    υπέρβαση
  • αγγλικά : exceedance (en), transcendence (en), overage (en), overrun (en), override (en), supererogation (en)[1]
  • γαλλικά : dépassement (fr), excès (fr), abus (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υπέρβαση&oldid=4865111"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 13:29

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 13:29.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie