Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

transcendence (en)

  1. η υπέρβαση, το να ξεπερνάς κάποια όρια
  2. η υπερβατικότητα
    the transcendence of God

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία