Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υπερβατικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
υπερβατικότητ
α
οι
υπερβατικότητ
ες
γενική
της
υπερβατικότητ
ας
των
υπερβατικοτήτ
ων
αιτιατική
την
υπερβατικότητ
α
τις
υπερβατικότητ
ες
κλητική
υπερβατικότητ
α
υπερβατικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
υπερβατικότητα
<
υπερβατικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υπερβατικότητα
θηλυκό
η
ιδιότητα
του
υπερβατικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υπερβατικότητα
αγγλικά
:
transcendence
(en)
γαλλικά
:
transcendance
(fr)