Ετυμολογία

επεξεργασία
transcendance < λατινική transcendentia

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʁɑ̃.sɑ̃.dɑ̃s/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
transcendance transcendances

transcendance (fr) θηλυκό