ενικός         πληθυντικός  
dépassement dépassements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dépassement (fr) αρσενικό

  1. το ξεπέρασμα
  2. το προσπέρασμα, η προσπέραση
  3. η υπέρβαση