dépassement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépassement | dépassements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdépassement (fr) αρσενικό
- το ξεπέρασμα
- το προσπέρασμα, η προσπέραση
- η υπέρβαση
ενικός | πληθυντικός |
dépassement | dépassements |
dépassement (fr) αρσενικό