ξεπέρασμα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ξεπέρασμα < ξεπερνώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ξεπέρασμα ουδέτερο
- η υπερκέραση ενός εμποδίου, μιας δύσκολης κατάστασης
- Το ξεπέρασμα της οκονομικης κρίσης
- η υπέρβαση, η ενέργεια του να ξεπερνάς κάποιον ή κάτι, και να προπορεύεσαι σε έναν τομέα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ξεπέρασμα
|