Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξεπέρασμα τα ξεπεράσματα
      γενική του ξεπεράσματος των ξεπερασμάτων
    αιτιατική το ξεπέρασμα τα ξεπεράσματα
     κλητική ξεπέρασμα ξεπεράσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεπέρασμα < ξεπερνώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξεπέρασμα ουδέτερο

  1. η υπερκέραση ενός εμποδίου, μιας δύσκολης κατάστασης
    Το ξεπέρασμα της οκονομικης κρίσης
  2. η υπέρβαση, η ενέργεια του να ξεπερνάς κάποιον ή κάτι, και να προπορεύεσαι σε έναν τομέα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία