υπερβατό σχήμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερβατό σχήμα < ελληνιστική κοινή ὑπερβατόν & σχήμα < αρχαία ελληνική ὑπερβατός → δείτε τις λέξεις υπερβατός και σχήμα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ipeɾvaˈto ˈsçima/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαυπερβατό σχήμα ουδέτερο
- (σχήμα λόγου) λεκτικό σχήμα κατά το οποίο δυο λέξεις με συνάφεια (συντακτική ή άλλη) δεν βρίσκονται δίπλα δίπλα, αλλά παρεμβάλλονται μεταξύ τους άλλες λέξεις
- ⮡ Σε μια βραχοσπηλιά πήγαν της Ίδης (εδώ παρεμβάλλεται ο ρηματικός τύπος πήγαν στη φράση Σε μια βραχοσπηλιά της Ίδης)
- ⮡ Mε πήρε στις πτυχές ο Ερμής του αιθέρα (εδώ παρεμβάλλεται το ουσιαστικό Ο Ερμής στη φράση Με πήρε στις πτυχές του αιθέρα)
- Τα παραδείγματα προέρχονται από την Δραματική Ποίηση: Ευριπίδη Ελένη (※ σχολικό βιβλίο Γ΄ Γυμνασίου), 1η σκηνή, στοίχοι 29 και 53
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερβατό σχήμα