υπεραισθητός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραισθητός < υπερ- + αισθητός, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική suprasensible
Επίθετο επεξεργασία
υπεραισθητός -ή, -ό
- (λόγιο) που είναι πέρα από τη δυνατότητα αντίληψης των αισθήσεων, που βρίσκεται στη σφαίρα του μη κατανοητού από τις αισθήσεις
Δείτε επίσης επεξεργασία
- υπεραισθητό (ουσιαστικοποιημένο επίθετο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπεραισθητός
Πηγές επεξεργασία
υπεραισθητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας