υπεραισθητό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπεραισθητό | ||
γενική | του | υπεραισθητού | ||
αιτιατική | το | υπεραισθητό | ||
κλητική | υπεραισθητό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπεραισθητό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υπεραισθητός
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπεραισθητό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (λόγιο) το μεταφυσικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
(το) υπεραισθητό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
υπεραισθητό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του υπεραισθητός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υπεραισθητός