εξωπραγματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωπραγματικός < εξω- + πραγματικός, απόδοση για την αγγλική unrealistic[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kso.pɾaɣ.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξω‐πραγ‐μα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
εξωπραγματικός, -ή, -ό
- που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, δεν ισχύει
- που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωπραγματικός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εξωπραγματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας