Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωπραγματικός η εξωπραγματική το εξωπραγματικό
      γενική του εξωπραγματικού της εξωπραγματικής του εξωπραγματικού
    αιτιατική τον εξωπραγματικό την εξωπραγματική το εξωπραγματικό
     κλητική εξωπραγματικέ εξωπραγματική εξωπραγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωπραγματικοί οι εξωπραγματικές τα εξωπραγματικά
      γενική των εξωπραγματικών των εξωπραγματικών των εξωπραγματικών
    αιτιατική τους εξωπραγματικούς τις εξωπραγματικές τα εξωπραγματικά
     κλητική εξωπραγματικοί εξωπραγματικές εξωπραγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωπραγματικός < εξω- + πραγματικός, απόδοση για την αγγλική unrealistic[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kso.pɾaɣ.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω‐πραγ‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

εξωπραγματικός, -ή, -ό

  1. που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, δεν ισχύει
  2. που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία