irréel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irréel | irréels |
θηλυκό | irréelle | irréelles |
Επίθετο
επεξεργασία
irréel (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | irréel | irréels |
θηλυκό | irréelle | irréelles |
irréel (fr)