απόκοσμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απόκοσμος < απο+κόσμος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
απόκοσμος
- αυτός που φαίνεται σαν να προέρχεται από άλλον κόσμο, ο παράξενος, ο αλλόκοτος, ο μυστηριώδης
- ο απομονωμένος και απόμακρος από τον κοινωνικό του περίγυρο, που αποφεύγει την συναναστροφή με άλλους ανθρώπους, που ζει στον δικό του κόσμο
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απόκοσμος