ενικός         πληθυντικός  
re-enactment re-enactments

  Ετυμολογία

επεξεργασία
re-enactment < re- + enactment

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

re-enactment (en)

  • η αναπαράσταση, μια δραστηριότητα που επαναλαμβάνει τις ενέργειες ενός παρελθόντος γεγονότος
    ⮡  the re-enactment of a crime - αναπαράσταση εγκλήματος