re-enactment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
re-enactment | re-enactments |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαre-enactment (en)
- η αναπαράσταση, μια δραστηριότητα που επαναλαμβάνει τις ενέργειες ενός παρελθόντος γεγονότος
- ⮡ the re-enactment of a crime - αναπαράσταση εγκλήματος
Πηγές
επεξεργασία- re-enactment - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 53. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπαράσταση