εποικοδομούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεποικοδομούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος εποικοδομώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εποικοδομούμαι | εποικοδομούμουν | θα εποικοδομούμαι | να εποικοδομούμαι | ||
β' ενικ. | εποικοδομείσαι | εποικοδομούσουν | θα εποικοδομείσαι | να εποικοδομείσαι | ||
γ' ενικ. | εποικοδομείται | εποικοδομούνταν | θα εποικοδομείται | να εποικοδομείται | ||
α' πληθ. | εποικοδομούμαστε | εποικοδομούμασταν εποικοδομούμαστε |
θα εποικοδομούμαστε | να εποικοδομούμαστε | ||
β' πληθ. | εποικοδομείστε | εποικοδομούσασταν εποικοδομούσαστε |
θα εποικοδομείστε | να εποικοδομείστε | εποικοδομείστε | |
γ' πληθ. | εποικοδομούνται | εποικοδομούνταν | θα εποικοδομούνται | να εποικοδομούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εποικοδομήθηκα | θα εποικοδομηθώ | να εποικοδομηθώ | εποικοδομηθεί | ||
β' ενικ. | εποικοδομήθηκες | θα εποικοδομηθείς | να εποικοδομηθείς | εποικοδομήσου | ||
γ' ενικ. | εποικοδομήθηκε | θα εποικοδομηθεί | να εποικοδομηθεί | |||
α' πληθ. | εποικοδομηθήκαμε | θα εποικοδομηθούμε | να εποικοδομηθούμε | |||
β' πληθ. | εποικοδομηθήκατε | θα εποικοδομηθείτε | να εποικοδομηθείτε | εποικοδομηθείτε | ||
γ' πληθ. | εποικοδομήθηκαν εποικοδομηθήκαν(ε) |
θα εποικοδομηθούν(ε) | να εποικοδομηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εποικοδομηθεί | είχα εποικοδομηθεί | θα έχω εποικοδομηθεί | να έχω εποικοδομηθεί | εποικοδομημένος | |
β' ενικ. | έχεις εποικοδομηθεί | είχες εποικοδομηθεί | θα έχεις εποικοδομηθεί | να έχεις εποικοδομηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εποικοδομηθεί | είχε εποικοδομηθεί | θα έχει εποικοδομηθεί | να έχει εποικοδομηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εποικοδομηθεί | είχαμε εποικοδομηθεί | θα έχουμε εποικοδομηθεί | να έχουμε εποικοδομηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εποικοδομηθεί | είχατε εποικοδομηθεί | θα έχετε εποικοδομηθεί | να έχετε εποικοδομηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εποικοδομηθεί | είχαν εποικοδομηθεί | θα έχουν εποικοδομηθεί | να έχουν εποικοδομηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εποικοδομούμαι
|