εποικοδόμηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εποικοδόμηση | οι | εποικοδομήσεις |
γενική | της | εποικοδόμησης* | των | εποικοδομήσεων |
αιτιατική | την | εποικοδόμηση | τις | εποικοδομήσεις |
κλητική | εποικοδόμηση | εποικοδομήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εποικοδομήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εποικοδόμηση < αρχαία ελληνική ἐποικοδόμησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
εποικοδόμηση θηλυκό
- κτίσιμο, περαιτέρω οικοδόμηση (πάνω από κάτι άλλο)
- (μεταφορικά) περαιτέρω μάθηση, εμπέδωση της γνώσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
εποικοδόμηση
|