layout
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
layout | layouts |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlayout (en)
- η διάταξη, η διαρρύθμιση, η σελιδοποίηση, η τοποθέτηση στον χώρο
- ⮡ the layout of a printed page - η διάταξη μιας τυπωμένης σελίδας
- ⮡ In order to capitalize on the space better, we need to change the layout.
- Για να εκμεταλλευτούμε καλύτερα το χώρο, πρέπει να αλλάξουμε διαρρύθμιση.
- ⮡ the keyboard layout - η διάταξη πληκτρολογίου (η τοποθέτηση των πλήκτρων πάνω στο πληκτρολόγιο)