structure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
structure | structures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstructure (en)
- δομή
- κατασκεύασμα, οικοδόμημα
- (πληροφορική) η δομή (ομαδοποίηση) δεδομένων (βλ. data structure)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Structure (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
structure | structures |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαstructure (fr) θηλυκό