structure
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
structure | structures |
structure (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δομή
- ⮡ the structure of the human body - η δομή του ανθρώπινου σώματος
- ⮡ the structure of cells - η δομή των κυττάρων
- ⮡ the chemical structure of an element - η χημική δομή ενός στοιχείου
- ⮡ the structure of a literary work - η δομή ενός λογοτεχνικού έργου
- ⮡ Economic/political/social structures are the institutions and rules that govern a state.
- Οι οικονομικές/πολιτικές/κοινωνικές δομές είναι οι θεσμοί και οι κανόνες που διέπουν ένα κράτος.
- το κατασκεύασμα, το οικοδόμημα
- ⮡ a huge structure of reinforced concrete - ένα πελώριο κατασκεύασμα από μπετόν αρμέ
- ⮡ The excavations revealed traces of an ancient structure.
- Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη αρχαίου οικοδομήματος.
- (πληροφορική) η δομή (ομαδοποίηση) δεδομένων (βλ. data structure)
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | structure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | structures |
αόριστος | structured |
παθητική μετοχή | structured |
ενεργητική μετοχή | structuring |
structure (en)