ενικός         πληθυντικός  
structure structures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

structure (en)

  1. δομή
  2. κατασκεύασμα, οικοδόμημα
  3. (πληροφορική) η δομή (ομαδοποίηση) δεδομένων (βλ. data structure)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
structure structures

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

structure (fr) θηλυκό