structuring
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαstructuring (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
structuring | structurings |
structuring (en)
structuring (en)
ενικός | πληθυντικός |
structuring | structurings |
structuring (en)