ομοιόχρονος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ομοιόχρονος < ελληνιστική κοινή ὁμοιόχρονος < αρχαία ελληνική ὅμοιος + χρόνος
Επίθετο επεξεργασία
ομοιόχρονος
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ομοιόχρονος
|
ομοιόχρονος
|