Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εικοσαπλάσιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εικοσαπλάσι
ος
η
εικοσαπλάσι
α
το
εικοσαπλάσι
ο
γενική
του
εικοσαπλάσι
ου
της
εικοσαπλάσι
ας
του
εικοσαπλάσι
ου
αιτιατική
τον
εικοσαπλάσι
ο
την
εικοσαπλάσι
α
το
εικοσαπλάσι
ο
κλητική
εικοσαπλάσι
ε
εικοσαπλάσι
α
εικοσαπλάσι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εικοσαπλάσι
οι
οι
εικοσαπλάσι
ες
τα
εικοσαπλάσι
α
γενική
των
εικοσαπλάσι
ων
των
εικοσαπλάσι
ων
των
εικοσαπλάσι
ων
αιτιατική
τους
εικοσαπλάσι
ους
τις
εικοσαπλάσι
ες
τα
εικοσαπλάσι
α
κλητική
εικοσαπλάσι
οι
εικοσαπλάσι
ες
εικοσαπλάσι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εικοσαπλάσιος
<
είκοσι
+
-πλάσιος
Επίθετο
επεξεργασία
εικοσαπλάσιος
είκοσι
φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάτι άλλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εικοσαπλάσιος