εικοσάλεπτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εικοσάλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εικοσάλεπτος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.koˈsa.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐σά‐λε‐πτο
Ουσιαστικό επεξεργασία
εικοσάλεπτο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
εικοσάλεπτο
|