εικοσαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εικοσαριά | οι | εικοσαριές |
γενική | της | εικοσαριάς | των | εικοσαριών |
αιτιατική | την | εικοσαριά | τις | εικοσαριές |
κλητική | εικοσαριά | εικοσαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εικοσαριά θηλυκό