Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαεννιά < (ελληνιστική κοινή) δεκαεννέα με συνίζηση

Αριθμητικό

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. ουδέτερο: σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
  2. ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 19
  3. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
    στα δεκαεννιά του πήγε φαντάρος
  4. θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
    στις δεκαεννιά του μηνός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία