↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικοστός η εικοστή το εικοστό
      γενική του εικοστού της εικοστής του εικοστού
    αιτιατική τον εικοστό την εικοστή το εικοστό
     κλητική εικοστέ εικοστή εικοστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικοστοί οι εικοστές τα εικοστά
      γενική των εικοστών των εικοστών των εικοστών
    αιτιατική τους εικοστούς τις εικοστές τα εικοστά
     κλητική εικοστοί εικοστές εικοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εικοστός < λείπει η ετυμολογία

  Αριθμητικό

επεξεργασία

εικοστός, -ή, -ό

  1. (τακτικό) που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν είκοσι (20)
  2. ο ένας από τους είκοσι ίσους όρους ενός συνόλου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία