εικοστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εικοστός | η | εικοστή | το | εικοστό |
γενική | του | εικοστού | της | εικοστής | του | εικοστού |
αιτιατική | τον | εικοστό | την | εικοστή | το | εικοστό |
κλητική | εικοστέ | εικοστή | εικοστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εικοστοί | οι | εικοστές | τα | εικοστά |
γενική | των | εικοστών | των | εικοστών | των | εικοστών |
αιτιατική | τους | εικοστούς | τις | εικοστές | τα | εικοστά |
κλητική | εικοστοί | εικοστές | εικοστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εικοστός < → λείπει η ετυμολογία
Αριθμητικό
επεξεργασίαεικοστός, -ή, -ό
- (τακτικό) που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν είκοσι (20)
- ο ένας από τους είκοσι ίσους όρους ενός συνόλου