σκορ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκορ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) οι βαθμοί που κερδήθηκαν ή τα τέρματα που επιτεύχθηκαν από κάθε ομάδα ενός αθλητικού αγώνα, το αποτέλεσμα του αγώνα
Δείτε επίσης : σκῶρ, σκώρ, σκόρος |
σκορ ουδέτερο άκλιτο