Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκόρερ < αγγλική scorer < score

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκόρερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη σκορ

  Μεταφράσεις επεξεργασία