Ετυμολογία

επεξεργασία
σκόρερ < αγγλική scorer < score

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκόρερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη σκορ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία