partitioning
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
partitioning | partitionings |
partitioning (en)
- (πληροφορική) διαμέριση [1], διαμερισμός, κατάτμηση (σε μαγνητικό αποθηκευτικό μέσο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Disk partitioning στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
partitioning (en)
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Βασική εγγραφή εκκίνησης (Master Boot Record - MBR). Πρόσβαση 2021-05-03.