Δείτε επίσης: διαμοίραση, διαμοιρασμός, διαμερισμός, διαμέρισμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμέριση οι διαμερίσεις
      γενική της διαμέρισης* των διαμερίσεων
    αιτιατική τη διαμέριση τις διαμερίσεις
     κλητική διαμέριση διαμερίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμερίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμέριση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαμέρισις < αρχαία ελληνική διαμερίζω < δια- + μερίζω < μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯aˈme.ɾi.si/ & /ðʝaˈme.ɾi.si/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμέριση θηλυκό

  1. (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμερίζω
  2. (θεωρία συνόλων) βλ. συνώνυμο διαμερισμός
  3. (πληροφορική) partitioning: η διαδικασία της διαίρεσης μαγνητικού μέσου (πχ. σκληρού δίσκου) σε τμήματα που έχουν ανεξάρτητη διαμόρφωση (format) και διαχείριση [1]
     συνώνυμα: διαμερισμός, κατάτμηση
    Κατάτμηση δίσκου στην αγγλική Βικιπαίδεια  

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία