Δείτε επίσης: διαμοίραση, διαμοιρασμός, διαμερισμός, διαμέρισμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμέριση οι διαμερίσεις
      γενική της διαμέρισης* των διαμερίσεων
    αιτιατική τη διαμέριση τις διαμερίσεις
     κλητική διαμέριση διαμερίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμερίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαμέριση θηλυκό

  1. (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμερίζω
  2. (θεωρία συνόλων) βλ. συνώνυμο διαμερισμός
  3. (πληροφορική) partitioning: η διαδικασία της διαίρεσης μαγνητικού μέσου (πχ. σκληρού δίσκου) σε τμήματα που έχουν ανεξάρτητη διαμόρφωση (format) και διαχείριση [1]
     συνώνυμα: διαμερισμός, κατάτμηση
    Κατάτμηση δίσκου στην αγγλική Βικιπαίδεια 

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία