Δείτε επίσης: διαμοιράζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

διαμερίζω, αόρ.: διαμέρισα, παθ.φωνή: διαμερίζομαι, π.αόρ.: διαμερίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: διαμερισμένος

  1. (λόγιο) χωρίζω κάποιο όλο σε μέρη
  2. (λόγιο) χωρίζω σε (ίσα ή άνισα) μερίδια και τα μοιράζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία