Δείτε επίσης: διαμοιράζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμερίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαμερίζω < δια- + μερίζω < μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.meˈɾi.zo/ & /ðʝa.meˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐με‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

διαμερίζω, αόρ.: διαμέρισα, παθ.φωνή: διαμερίζομαι, π.αόρ.: διαμερίστηκα/-σθηκα, μτχ.π.π.: διαμερισμένος

  1. (λόγιο) χωρίζω κάποιο όλο σε μέρη
  2. (λόγιο) χωρίζω σε (ίσα ή άνισα) μερίδια και τα μοιράζω

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις μερίζω και μέρος

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμερίζω < δια- + μερίζω < μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία