Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμερισμένος η διαμερισμένη το διαμερισμένο
      γενική του διαμερισμένου της διαμερισμένης του διαμερισμένου
    αιτιατική τον διαμερισμένο τη διαμερισμένη το διαμερισμένο
     κλητική διαμερισμένε διαμερισμένη διαμερισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμερισμένοι οι διαμερισμένες τα διαμερισμένα
      γενική των διαμερισμένων των διαμερισμένων των διαμερισμένων
    αιτιατική τους διαμερισμένους τις διαμερισμένες τα διαμερισμένα
     κλητική διαμερισμένοι διαμερισμένες διαμερισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμερισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμερίζω

  Μετοχή επεξεργασία

διαμερισμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία